μηδέποτε — never indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηδέποτ' — μηδέποτε , μηδέποτε never indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηδέποθ' — μηδέποθι , μηδέποθι nowhere indeclform (adverb) μηδέποτε , μηδέποτε never indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Concordancia gramatical — La concordancia es un recurso gramatical de las lenguas para marcar las relaciones gramaticales entre los diversos constituyentes mediante referencias cruzadas. Se lleva a cabo requiriendo que la palabra que ocupa una determinada posición… … Wikipedia Español
отъвьрзатисѧ — ОТЪВЬРЗА|ТИСѦ (15), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Открываться, отворяться: въпросныѧ книгы ѿверзаютьсѧ. СбЯр XIII2, 210; всѧкъ вопросѧи приѥмлеть. ищаи ѡбрѧщеть. толкѹщему ѿвьрзаѥтьсѧ. ПрЛ 1282, 147г; и двере(м) манастырьска(м) затвореномъ сущемъ. и не… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ACOEMETI — Graecis Α᾿κοίμητοι dicti sunt Monachi, apud Byzantinos, quod in eorum monasteriis divinum officium noctu, diuque, nullo interpositô cessationis intervallô, celebraretur et cantaretur, divisâ hunc in finem in tres coetus Monachorum sodalitate, ita … Hofmann J. Lexicon universale
VENATIO — Polluci, l. 5. ἐπιτήδευμα ἡρωικὸν καὶ βασιλικὸν καὶ πρὸς εὐσωματίαν ἅμα καὶ εὐψυχίαν ἀοκεῖ, καί ἐςτιν εἰρηνικῆς τε καρτερίας ἅμα καὶ πολεμικῆς τόλμης μελέτημα πρὸς ἀνδρείαν φέρον: Xenophonti, Cyrop. l. 1. Α᾿ληθεςτάτη τῶ πρὸς τὸν πόλεμον μελέτη,… … Hofmann J. Lexicon universale
επιβαίνω — ἐπιβαίνω (Α) [βαίνω] 1. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο 2. βατεύω, οχεύω μσν. νεοελλ. ανέρχομαι αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο ή εκτελώ επισκοπικά έργα έξω από τα όρια τής επισκοπής μου αρχ. μσν. 1. πατώ πάνω σε κάτι («μηδέποτε ἐπιβήσονται… … Dictionary of Greek
κακοπαθώ — και κακοπαθαίνω (AM κακοπαθῶ, έω, Μ και κακοπαθαίνω) [κακοπαθής] (αμτβ.) πάσχω, υποφέρω, υφίσταμαι συμφορές, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, υποβάλλομαι σε δοκιμασίες («κακοπαθεῑν μὲν πολλάκις, αναπαύσασθαι δὲ μηδέποτε», Λυσ.) νεοελλ. 1. δυστυχώ,… … Dictionary of Greek
μακροθυμία — η (AM μακροθυμία, Α ιων. τ. μακροθυμίη) [μακρόθυμος] 1. υπομονή, ανοχή, ανεκτικότητα («ἄνθρωπος ὢν μηδέποτε τὴν ἀλυπίαν αὐτοῡ παρὰ θεῶν, ἀλλὰ τὴν μακροθυμίαν», Μέν.) 2. επιείκεια, μεγαλοψυχία («ἐν μακροθυμίᾳ εὐοδίᾳ βασιλεῡσι», ΠΔ) … Dictionary of Greek